- συναχώνομαι
- схватывать насморк; страдать насморком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναχώνομαι — συναχώνομαι, συναχώθηκα, συναχωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συναχώνομαι — Ν [συνάχι] προσβάλλομαι από συνάχι … Dictionary of Greek
συναχώνομαι — συναχώθηκα, συναχωμένος, προσβάλλομαι από συνάχι: Κρύωσε και συναχώθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνάχωμα — το, Ν [συναχώνομαι] το αποτέλεσμα τού συναχώνομαι, προσβολή από συνάχι … Dictionary of Greek
σιχουνιάζω — Ν [σιχούνι] συναχώνομαι … Dictionary of Greek
συναχιάζω — Ν [συνάχι] συναχώνομαι … Dictionary of Greek